- τίτανος
- η, ΝΑ, και τίτανις, -άνεως, και κατά τον Ησύχ. τέτανος, Α(λόγιος τ.) ασβέστης («λαβὼν τίτανον θερμὴν φύρασον ὄξει», πάπ.)αρχ.1. γύψος («τιτάνῳ λευκῷ τ' ἐλέφαντι», Ησίοδ.)2. μαρμαρόσκονη («τιτάνου καταγέμουσα οἷος ἧν ὁ θεῑος, οπότε ξέοι τοὺς λίθους», Λουκιαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., πιθ. δάνεια λ. Απίθανη φαίνεται η σύνδεση τής λ. με το αρχ. ινδ. śvitna- «υπόλευκος».].
Dictionary of Greek. 2013.